Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεηγόρος
θεήϊος
θεηκολέω
θεηκολεών
θεήκολος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
Θείβαθι
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
θείνω
θειοδάμη
View word page
θειάζω
to practice divinations

ShortDef

to practice divinations

Debugging

Headword:
θειάζω
Headword (normalized):
θειάζω
Headword (normalized/stripped):
θειαζω
IDX:
40613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40614
Key:

Data

{'content': 'to practice divinations'}