Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεατρώδης
θεατρώνης
θεάφιον
θέεινος
θέειον
θεηγορέω
θεηγόρος
θεήϊος
θεηκολέω
θεηκολεών
θεήκολος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
View word page
θεήκολος
priest
ShortDef
priest
Debugging
Headword:
θεήκολος
Headword (normalized):
θεήκολος
Headword (normalized/stripped):
θεηκολος
IDX:
40607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40608
Key:
Data
{'content': 'priest'}