Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεατροπώλης
θεατροτορύνη
θεατρώδης
θεατρώνης
θεάφιον
θέεινος
θέειον
θεηγορέω
θεηγόρος
θεήϊος
θεηκολέω
θεηκολεών
θεήκολος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θεημοσύνη
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
View word page
θεηκολέω
to be a θεηκόλος

ShortDef

to be a θεηκόλος

Debugging

Headword:
θεηκολέω
Headword (normalized):
θεηκολέω
Headword (normalized/stripped):
θεηκολεω
IDX:
40605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40606
Key:

Data

{'content': 'to be a θεηκόλος'}