Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλογοειδής
ἀλογοθέτητος
ἀλογομυῖα
ἀλογόομαι
ἀλογοπάθεια
ἀλογοπρεπῶς
ἄλογος
ἄλογχος
ἄλογχος2
ἀλογώδης
ἀλόη
ἀλοηδάριον
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
ἀλόητρα
ἁλόθεν
ἁλοθήκη
ἀλοιάω
View word page
ἀλόη
bitter aloes, Aloe vera

ShortDef

bitter aloes, Aloe vera

Debugging

Headword:
ἀλόη
Headword (normalized):
ἀλόη
Headword (normalized/stripped):
αλοη
IDX:
4058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4059
Key:

Data

{'content': 'bitter aloes, Aloe vera'}