Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θεάμων
Θεανώ
θεάομαι
θεάρεστος
θεαρία
θεάριον
θεαρίς
θέασις
θεατέον
θεατέος
θεατής
θεατικός
θεατός
θεατρίζω
θεατρικός
θεατρισμός
θεατριστής
θεατροειδής
θεατροκοπία
θεατροκόπος
θεατροκρατία
View word page
θεατής
one who sees, a spectator
ShortDef
one who sees, a spectator
Debugging
Headword:
θεατής
Headword (normalized):
θεατής
Headword (normalized/stripped):
θεατης
IDX:
40579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40580
Key:
Data
{'content': 'one who sees, a spectator'}