Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θεαγγελεύς
Θεαγένης
Θεάγης
θεαγός
θεαγωγέω
θεάζω
θέαινα
θεαίτητος
Θεαίτητος
θέαμα
θεάμων
Θεανώ
θεάομαι
θεάρεστος
θεαρία
θεάριον
θεαρίς
θέασις
θεατέον
θεατέος
θεατής
View word page
θεάμων
a spectator

ShortDef

a spectator

Debugging

Headword:
θεάμων
Headword (normalized):
θεάμων
Headword (normalized/stripped):
θεαμων
IDX:
40569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40570
Key:

Data

{'content': 'a spectator'}