Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
θεαγγελεύς
Θεαγένης
Θεάγης
θεαγός
θεαγωγέω
θεάζω
θέαινα
θεαίτητος
Θεαίτητος
θέαμα
θεάμων
Θεανώ
θεάομαι
θεάρεστος
θεαρία
θεάριον
View word page
θεάζω
to be divine

ShortDef

to be divine

Debugging

Headword:
θεάζω
Headword (normalized):
θεάζω
Headword (normalized/stripped):
θεαζω
IDX:
40564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40565
Key:

Data

{'content': 'to be divine'}