Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
θεαγγελεύς
Θεαγένης
Θεάγης
θεαγός
θεαγωγέω
θεάζω
θέαινα
θεαίτητος
Θεαίτητος
θέαμα
View word page
θέα
a seeing, looking at, view

ShortDef

a seeing, looking at, view

Debugging

Headword:
θέα
Headword (normalized):
θέα
Headword (normalized/stripped):
θεα
IDX:
40558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40559
Key:

Data

{'content': 'a seeing, looking at, view'}