Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
θεαγγελεύς
Θεαγένης
Θεάγης
θεαγός
θεαγωγέω
θεάζω
θέαινα
View word page
θάψος
a plant

ShortDef

a plant

Debugging

Headword:
θάψος
Headword (normalized):
θάψος
Headword (normalized/stripped):
θαψος
IDX:
40555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40556
Key:

Data

{'content': 'a plant'}