Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
θεαγγελεύς
Θεαγένης
Θεάγης
View word page
θαυματουργία
conjuring; performing miracles
ShortDef
conjuring; performing miracles
Debugging
Headword:
θαυματουργία
Headword (normalized):
θαυματουργία
Headword (normalized/stripped):
θαυματουργια
IDX:
40551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40552
Key:
Data
{'content': 'conjuring; performing miracles'}