Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
θεαγγελεύς
Θεαγένης
View word page
θαυματούργημα
wonder-work

ShortDef

wonder-work

Debugging

Headword:
θαυματούργημα
Headword (normalized):
θαυματούργημα
Headword (normalized/stripped):
θαυματουργημα
IDX:
40550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40551
Key:

Data

{'content': 'wonder-work'}