Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
θεαγγελεύς
View word page
θαυματουργέω
work wonders

ShortDef

work wonders

Debugging

Headword:
θαυματουργέω
Headword (normalized):
θαυματουργέω
Headword (normalized/stripped):
θαυματουργεω
IDX:
40549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40550
Key:

Data

{'content': 'work wonders'}