Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλογιστί
ἀλογιστία
ἀλόγιστος
ἀλογογράφητος
ἀλογοειδής
ἀλογοθέτητος
ἀλογομυῖα
ἀλογόομαι
ἀλογοπάθεια
ἀλογοπρεπῶς
ἄλογος
ἄλογχος
ἄλογχος2
ἀλογώδης
ἀλόη
ἀλοηδάριον
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
View word page
ἄλογος
speechless, unreasoning, irrational, unexpected

ShortDef

speechless, unreasoning, irrational, unexpected

Debugging

Headword:
ἄλογος
Headword (normalized):
ἄλογος
Headword (normalized/stripped):
αλογος
IDX:
4054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4055
Key:

Data

{'content': 'speechless, unreasoning, irrational, unexpected'}