Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
θάω
θεά
θέα
View word page
θαυματοποιός
wonder-working

ShortDef

wonder-working

Debugging

Headword:
θαυματοποιός
Headword (normalized):
θαυματοποιός
Headword (normalized/stripped):
θαυματοποιος
IDX:
40548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40549
Key:

Data

{'content': 'wonder-working'}