Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
θάψινος
θάψος
View word page
θαυματοποιέω
to work wonders

ShortDef

to work wonders

Debugging

Headword:
θαυματοποιέω
Headword (normalized):
θαυματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θαυματοποιεω
IDX:
40545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40546
Key:

Data

{'content': 'to work wonders'}