Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
θαψία
View word page
θαυμαστόω
magnify

ShortDef

magnify

Debugging

Headword:
θαυμαστόω
Headword (normalized):
θαυμαστόω
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστοω
IDX:
40543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40544
Key:

Data

{'content': 'magnify'}