Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
θαυματουργία
θαυματουργός
View word page
θαυμαστός
wondrous, wonderful, marvellous

ShortDef

wondrous, wonderful, marvellous

Debugging

Headword:
θαυμαστός
Headword (normalized):
θαυμαστός
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστος
IDX:
40542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40543
Key:

Data

{'content': 'wondrous, wonderful, marvellous'}