Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματουργέω
θαυματούργημα
View word page
θαυμαστικός
inclined to wonder

ShortDef

inclined to wonder

Debugging

Headword:
θαυμαστικός
Headword (normalized):
θαυμαστικός
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστικος
IDX:
40540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40541
Key:

Data

{'content': 'inclined to wonder'}