Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
View word page
θαυμαστέος
to be admired

ShortDef

to be admired

Debugging

Headword:
θαυμαστέος
Headword (normalized):
θαυμαστέος
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστεος
IDX:
40538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40539
Key:

Data

{'content': 'to be admired'}