Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θαυμάζω
θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
View word page
θαυμασμός
a marvelling
ShortDef
a marvelling
Debugging
Headword:
θαυμασμός
Headword (normalized):
θαυμασμός
Headword (normalized/stripped):
θαυμασμος
IDX:
40537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40538
Key:
Data
{'content': 'a marvelling'}