Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θατήρ
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματοποιέω
View word page
θαυμασιουργέω
to work wonders

ShortDef

to work wonders

Debugging

Headword:
θαυμασιουργέω
Headword (normalized):
θαυμασιουργέω
Headword (normalized/stripped):
θαυμασιουργεω
IDX:
40535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40536
Key:

Data

{'content': 'to work wonders'}