Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάσσων
θατέρως
θατήρ
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
View word page
θαυμάσιος
wondrous, wonderful, marvellous

ShortDef

wondrous, wonderful, marvellous

Debugging

Headword:
θαυμάσιος
Headword (normalized):
θαυμάσιος
Headword (normalized/stripped):
θαυμασιος
IDX:
40533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40534
Key:

Data

{'content': 'wondrous, wonderful, marvellous'}