Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Θάσος
θάσσω
θάσσων
θατέρως
θατήρ
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
View word page
θαυμαλέος
wondrous
ShortDef
wondrous
Debugging
Headword:
θαυμαλέος
Headword (normalized):
θαυμαλέος
Headword (normalized/stripped):
θαυμαλεος
IDX:
40531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40532
Key:
Data
{'content': 'wondrous'}