Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάρυβις
Θάσιος
Θάσος
θάσσω
θάσσων
θατέρως
θατήρ
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
View word page
θάσσων
quicker, swifter

ShortDef

quicker, swifter

Debugging

Headword:
θάσσων
Headword (normalized):
θάσσων
Headword (normalized/stripped):
θασσων
IDX:
40523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40524
Key:

Data

{'content': 'quicker, swifter'}