Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάρυβις
Θάσιος
Θάσος
θάσσω
θάσσων
θατέρως
θατήρ
θαῦμα
θαυμάζω
θαυμαίνω
Θαυμακία
θαύμακτρον
θαυμαλέος
View word page
Θάσος
Thasos

ShortDef

Thasos

Debugging

Headword:
Θάσος
Headword (normalized):
θάσος
Headword (normalized/stripped):
θασος
IDX:
40521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40522
Key:

Data

{'content': 'Thasos'}