Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάρυβις
Θάσιος
Θάσος
θάσσω
θάσσων
θατέρως
θατήρ
θαῦμα
θαυμάζω
View word page
θάρσυνος
relying on
ShortDef
relying on
Debugging
Headword:
θάρσυνος
Headword (normalized):
θάρσυνος
Headword (normalized/stripped):
θαρσυνος
IDX:
40517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40518
Key:
Data
{'content': 'relying on'}