Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαπτήριον
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάρυβις
Θάσιος
Θάσος
θάσσω
θάσσων
θατέρως
θατήρ
θαῦμα
View word page
θαρσούντως
boldly, courageously

ShortDef

boldly, courageously

Debugging

Headword:
θαρσούντως
Headword (normalized):
θαρσούντως
Headword (normalized/stripped):
θαρσουντως
IDX:
40516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40517
Key:

Data

{'content': 'boldly, courageously'}