Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
θαπτέος
θαπτήριον
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
θαρσύνω
Θάρυβις
Θάσιος
View word page
θαρσέω
to be of good courage, take courage
ShortDef
to be of good courage, take courage
Debugging
Headword:
θαρσέω
Headword (normalized):
θαρσέω
Headword (normalized/stripped):
θαρσεω
IDX:
40510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40511
Key:
Data
{'content': 'to be of good courage, take courage'}