Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
θαπτέος
θαπτήριον
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
θαρσούντως
θάρσυνος
View word page
θάπτω
to bury, to honour with funeral rites
ShortDef
to bury, to honour with funeral rites
Debugging
Headword:
θάπτω
Headword (normalized):
θάπτω
Headword (normalized/stripped):
θαπτω
IDX:
40507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40508
Key:
Data
{'content': 'to bury, to honour with funeral rites'}