Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θανατηρός
θανατηφορία
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
θαπτέος
θαπτήριον
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
View word page
θανάτωσις
a putting to death

ShortDef

a putting to death

Debugging

Headword:
θανάτωσις
Headword (normalized):
θανάτωσις
Headword (normalized/stripped):
θανατωσις
IDX:
40503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40504
Key:

Data

{'content': 'a putting to death'}