Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
θανατηφορία
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
θαπτέος
θαπτήριον
θάπτω
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θάρσησις
View word page
θανατόω
to put to death

ShortDef

to put to death

Debugging

Headword:
θανατόω
Headword (normalized):
θανατόω
Headword (normalized/stripped):
θανατοω
IDX:
40501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40502
Key:

Data

{'content': 'to put to death'}