Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγέχορος
ἀγεωμέτρητος
ἀγεωργησία
ἀγεώργητος
ἀγεωργίον
View word page
ἀγέρωχος
high-minded, lordly

ShortDef

high-minded, lordly

Debugging

Headword:
ἀγέρωχος
Headword (normalized):
ἀγέρωχος
Headword (normalized/stripped):
αγερωχος
IDX:
404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-405
Key:

Data

{'content': 'high-minded, lordly'}