Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θάμυρις
θαμυρός
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
θανατηφορία
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
θαπτέος
θαπτήριον
θάπτω
θαρσαλέος
View word page
θανατοποιός
causing death

ShortDef

causing death

Debugging

Headword:
θανατοποιός
Headword (normalized):
θανατοποιός
Headword (normalized/stripped):
θανατοποιος
IDX:
40498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40499
Key:

Data

{'content': 'causing death'}