Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαμνοφάγος
Θαμοῦς
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
θανατηφορία
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
θαπτέος
View word page
θανατηφόρος
death-bringing, mortal

ShortDef

death-bringing, mortal

Debugging

Headword:
θανατηφόρος
Headword (normalized):
θανατηφόρος
Headword (normalized/stripped):
θανατηφορος
IDX:
40495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40496
Key:

Data

{'content': 'death-bringing, mortal'}