Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάμνος
θαμνοφάγος
Θαμοῦς
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
θανατηφορία
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θαπτέον
View word page
θανατηφορία
a causing of death

ShortDef

a causing of death

Debugging

Headword:
θανατηφορία
Headword (normalized):
θανατηφορία
Headword (normalized/stripped):
θανατηφορια
IDX:
40494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40495
Key:

Data

{'content': 'a causing of death'}