Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
θαμνοειδής
θαμνομήκης
θάμνος
θαμνοφάγος
Θαμοῦς
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
θανατηφορία
θανατηφόρος
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
View word page
θαμυρός
frequented

ShortDef

frequented

Debugging

Headword:
θαμυρός
Headword (normalized):
θαμυρός
Headword (normalized/stripped):
θαμυρος
IDX:
40489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40490
Key:

Data

{'content': 'frequented'}