Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
θαμνοειδής
θαμνομήκης
θάμνος
θαμνοφάγος
Θαμοῦς
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
θανατηφορία
View word page
θάμνος
a bush, shrub

ShortDef

a bush, shrub

Debugging

Headword:
θάμνος
Headword (normalized):
θάμνος
Headword (normalized/stripped):
θαμνος
IDX:
40484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40485
Key:

Data

{'content': 'a bush, shrub'}