Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
θαμνοειδής
θαμνομήκης
θάμνος
θαμνοφάγος
Θαμοῦς
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατηρός
View word page
θαμνομήκης
a long

ShortDef

a long

Debugging

Headword:
θαμνομήκης
Headword (normalized):
θαμνομήκης
Headword (normalized/stripped):
θαμνομηκης
IDX:
40483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40484
Key:

Data

{'content': 'a long'}