Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
θαμνοειδής
θαμνομήκης
θάμνος
θαμνοφάγος
Θαμοῦς
θαμυρίζω
Θάμυρις
View word page
θαμινός
frequent
ShortDef
frequent
Debugging
Headword:
θαμινός
Headword (normalized):
θαμινός
Headword (normalized/stripped):
θαμινος
IDX:
40478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40479
Key:
Data
{'content': 'frequent'}