Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
θαμνοειδής
θαμνομήκης
θάμνος
θαμνοφάγος
View word page
θαμέες
crowded, close-set, thick

ShortDef

crowded, close-set, thick

Debugging

Headword:
θαμέες
Headword (normalized):
θαμέες
Headword (normalized/stripped):
θαμεες
IDX:
40475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40476
Key:

Data

{'content': 'crowded, close-set, thick'}