Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
θαμνοειδής
θαμνομήκης
View word page
θαμβός
astonished

ShortDef

astonished

Debugging

Headword:
θαμβός
Headword (normalized):
θαμβός
Headword (normalized/stripped):
θαμβος
IDX:
40473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40474
Key:

Data

{'content': 'astonished'}