Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
Θαμνήρια
θαμνῖτις
View word page
θαμβητός
astonishing

ShortDef

astonishing

Debugging

Headword:
θαμβητός
Headword (normalized):
θαμβητός
Headword (normalized/stripped):
θαμβητος
IDX:
40471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40472
Key:

Data

{'content': 'astonishing'}