Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
θάμνα
View word page
θάμβησις
haste
ShortDef
haste
Debugging
Headword:
θάμβησις
Headword (normalized):
θάμβησις
Headword (normalized/stripped):
θαμβησις
IDX:
40469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40470
Key:
Data
{'content': 'haste'}