Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
θαμινός
View word page
θάμβημα
alarm, terror

ShortDef

alarm, terror

Debugging

Headword:
θάμβημα
Headword (normalized):
θάμβημα
Headword (normalized/stripped):
θαμβημα
IDX:
40468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40469
Key:

Data

{'content': 'alarm, terror'}