Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θαλυσιάδης
θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
θαμίζω
θαμινά
View word page
θαμβέω
to be astounded, amazed

ShortDef

to be astounded, amazed

Debugging

Headword:
θαμβέω
Headword (normalized):
θαμβέω
Headword (normalized/stripped):
θαμβεω
IDX:
40467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40468
Key:

Data

{'content': 'to be astounded, amazed'}