Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλυκρός
θαλύσια
Θαλυσιάδης
θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
θαμέες
View word page
θαμβευτής
terrifying

ShortDef

terrifying

Debugging

Headword:
θαμβευτής
Headword (normalized):
θαμβευτής
Headword (normalized/stripped):
θαμβευτης
IDX:
40465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40466
Key:

Data

{'content': 'terrifying'}