Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλπωρή
θαλυκρός
θαλύσια
Θαλυσιάδης
θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
θαμβός
θάμβος
View word page
θαμβαλέος
astonished

ShortDef

astonished

Debugging

Headword:
θαμβαλέος
Headword (normalized):
θαμβαλέος
Headword (normalized/stripped):
θαμβαλεος
IDX:
40464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40465
Key:

Data

{'content': 'astonished'}