Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλπτήριος
θάλπω
θαλπωρή
θαλυκρός
θαλύσια
Θαλυσιάδης
θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
θαμβόομαι
View word page
θαμάκι
often

ShortDef

often

Debugging

Headword:
θαμάκι
Headword (normalized):
θαμάκι
Headword (normalized/stripped):
θαμακι
IDX:
40462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40463
Key:

Data

{'content': 'often'}