Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θαλπτήριον
θαλπτήριος
θάλπω
θαλπωρή
θαλυκρός
θαλύσια
Θαλυσιάδης
θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
θαμβήτειρα
θαμβητός
View word page
θαμά
often, oft-times

ShortDef

often, oft-times

Debugging

Headword:
θαμά
Headword (normalized):
θαμά
Headword (normalized/stripped):
θαμα
IDX:
40461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40462
Key:

Data

{'content': 'often, oft-times'}