Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θάλπος
θαλπτέον
θαλπτήριον
θαλπτήριος
θάλπω
θαλπωρή
θαλυκρός
θαλύσια
Θαλυσιάδης
θαλυσιάς
θάλψις
θάμα
θαμά
θαμάκι
θαμβαίνω
θαμβαλέος
θαμβευτής
θαμβεύω
θαμβέω
θάμβημα
θάμβησις
View word page
θάλψις
warming, fomenting
ShortDef
warming, fomenting
Debugging
Headword:
θάλψις
Headword (normalized):
θάλψις
Headword (normalized/stripped):
θαλψις
IDX:
40459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-40460
Key:
Data
{'content': 'warming, fomenting'}